изнывать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изнывать - translation to πορτογαλικά


изнывать      
см. изныть ; (изнемогать) não podermais, morrer , consumir-se
não poder mais de tédio      
изнывать от скуки
não poder mais de tédio      
изнывать от скуки

Ορισμός

изнывать
ИЗНЫВ'АТЬ, изнываю, изнываешь. ·несовер. к изныть
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изнывать
1. Южный федеральный округ продолжает изнывать от жары.
2. И вот он нырнул, оставив меня изнывать в ожидании чуда.
3. Большинство ничего не предпринимает и продолжает изнывать на нелюбимой работе.
4. Изнывать на жаре в теплой форменной одежде не придется сотрудникам административно-транспортной инспекции Московской области.
5. ПОТРЕБИТЕЛЮ ОСТАЕТСЯ ТОЛЬКО ИЗНЫВАТЬ ОТ БЕСКОНЕЧНО ПОВТОРЯЕМЫХ ПО ВСЕМ ТЕЛЕКАНАЛАМ ПРИМИТИВНЫХ РОЛИКОВ И ОБЪЯВЛЕНИЙ.